«ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΙΙ» μικρό πεζό


Τα βήματά μου έχουν βαρύνει. Εδώ και ώρα βγάζει το στόμα μου λόγια παράξενα, ακατάληπτα, ανάσα στην ανάσα, γεννήματα όλα ενός παράξενου φόβου που συνήθισα πια να αναγνωρίζω - ναι, κι οι ανάσες μου ακόμα ακατάληπτες. 

Η πόλη γύρω μου μυρίζει φωτιά από παντού και θάνατο κι εγώ περπατώ ανάμεσα από ζωντανούς νεκρούς που μου χαμογελούν αμήχανοι σαν ακριβές πορσελάνινες κούκλες. Μηχανικά. Οι άνθρωποι υπνωτισμένοι από τις ψευδαισθήσεις υποδέχονται ξανά το σκότος με τιμές. Αφήνεται ο κόσμος στη βαριά αυτή δυσάρεστη οσμή να τους λυτρώσει από τα μύχια άχθη, χωρίς αισθήσεις, χωρίς λογική σκέψη. Κι εγώ περπατώ. Δε μου μένει άλλη επιλογή παρά να περπατώ. Να φύγω επιχειρώ, να ζήσω για να μιλήσω. Να μιλήσω και να φωνάξω στη μέρα που του ήλιου τα ζωογόνα κύματα θα αναταράξουν ξανά τις άμυνές μας. Σταθερά κρατώ το βλέμμα μου μπροστά. Κάποτε και ψηλά. Στο βάθος του δρόμου το φως μοιάζει πότε να με πλησιάζει και πότε να ξεμακραίνει περισσότερο. Δεν μπορώ να καταλάβω και φοβάμαι. Με ζαλίζει αυτή η γρήγορη εναλλαγή που κάνει τα μάτια μου να κλείνουν. Με υπνωτίζει επικίνδυνα. Μη! Δεν πρέπει να κλείσω τα μάτια μου. Μη! Δεν πρέπει να κοιμηθώ, ούτε να ατονήσω τα βήματά μου. 

Περπάτα, μη σταματάς και φύγε μπροστά, επαναλαμβάνω σταθερά μέσα μου σαν θεραπευτικό μάντρα, σαν μικρή δική μου προσευχή σε έναν καθ' εικόνα θεό που εκ νέου αναζητώ. Τα σύννεφα ακολουθούν τον δυνατό βοριά που χτυπάει το πρόσωπό μου, αλλάζοντας συνεχώς σχήματα. Λες και οπισθοχωρούν άτακτα από πεδίο μάχης, έχοντας αντιδράσει σε άηχο σάλπισμα. 

Τα βήματά μου έχουν βαρύνει. Περπάτα, φύγε μπροστά! Έχω ακόμα πολύ δρόμο να διανύσω. 


Φωτογραφία: cocoparisienne από το Pixabay


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια