«ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ» διήγημα


Στέκεται με το βλέμμα παγωμένο και το σώμα της άδειο στο κέντρο της αποβάθρας κοιτάζοντας το τρένο που ξεκίνησε να τσουλάει στις ράγες, αργά, με τα βαριά σίδερα να ουρλιάζουν σαν Ερινύες. Γύρω της κόσμος πολύς, πηγαίνει και έρχεται νευρικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Κανέναν δε βλέπει, κανέναν δε νιώθει. Άυλοι, αόρατοι. Ανύπαρκτη. Ένα ελαφρύ αεράκι ανακατεύει μπροστά στο πρόσωπό της τα λυμένα μαλλιά της. Δεν υπάρχει πια κανείς να αποχαιρετήσει, να την χαιρετήσει, να την κοιτάξει που δακρύζει, να τη λυπηθεί. Εύχεται να μη βγει στο παράθυρο, δε θέλει να τον δει, φοβάται μη λιγοψυχήσει. Καλύτερα να μη γνωρίζει σε ποιο βαγόνι κάθεται. Τώρα όμως ξαφνικά αναρωτιέται. Το μετανιώνει. Όλα τα έχει μετανιώσει ξανά και ξανά. Το βαλιτσάκι που κρατάει στα χέρια της έχει τα απολύτως απαραίτητα. Γιατί το πήρε μαζί της; Τίποτα δε θα της είναι ποτέ περισσότερο απαραίτητο από εκείνον. Εκείνον που τώρα δεν ξέρει πού κάθεται για να στρέψει το βλέμμα. Για να του φωνάξει. Να τον ικετέψει.

Ο χρόνος, πάντα αδυσώπητος, διαστέλλεται. Όλα εξαφανίζονται στα μάτια της, οι άνθρωποι, ο σταθμός και μένει μόνο ένα τρένο που αναπτύσσει ταχύτητα. Δεν το τόλμησε. Σε λίγες στιγμές όλα θα έχουν γίνει παρελθόν, ανάμνηση μακρινή κι αυτά σαν και όλα όσα έχει στο βαλιτσάκι της. Το απαλό άγγιγμά του, το χαμόγελό του, τα πεντακάθαρα μάτια του, η χροιά της φωνής του όταν της έλεγε το σ’ αγαπώ, η ανατριχίλα του σε θέλω του, που πάντα έλυνε μαγικά τα μέλη της. Γλυκά και επικίνδυνα. Αφίλητα θα μείνουν τώρα τα χείλη της, ανέγγιχτο το σώμα της και η καρδιά της κενή σαν κουφάρι γερασμένου δέντρου. Όλα όσα τελικά φοβήθηκε, κυλάνε τώρα πάνω στις μεταλλικές ράγες, σε βαγόνι και θέση που δε μπορεί να γνωρίζει. Κοιτάζει γύρω της και βλέπει μόνο φαντάσματα που της επιστρέφουν άδεια βλέμματα. Τρομάζει αλλά δε φοβάται. Με το αριστερό χέρι σπρώχνει προς τα πίσω τα μαλλιά.

Νιώθει ξαφνικά επάνω της ένα έντονο βλέμμα μαζί με ένα γνώριμο άγγιγμα. Μια δυνατή φωτιά ξυπνάει την πιο οικεία αίσθηση στο δέρμα της. Την τραβάει επάνω του και την κλείνει στην αγκαλιά του. Αισθάνεται ολόκληρο το κορμί της να έχει μουδιάσει. Ακούγεται η δυνατή κόρνα του τρένου και αμέσως μια βραχνή ανδρική φωνή στο μεγάφωνο που αναγγέλλει την άμεση αναχώρηση.

“Είσαι καλά;” της ψιθυρίζει και τα χείλη του τής εμφυσούν νέα ζωή.

Του απαντάει με ένα χαμόγελο και μια έκφραση ανακούφισης που ανεβάζει νέα δάκρυα στα μάτια της. Δάκρυα χαράς και ευτυχίας τούτη τη φορά.

“Μετάνιωσες;” την πειράζει.

“Ναι”, επιχειρεί να τον πειράξει κι αυτή, “αλλά μόνο που δε φύγαμε νωρίτερα”, και του χαμογελά πονηρά.

“Έχουμε φύγει από την ημέρα που κοιταχτήκαμε πρώτη φορά”, της λέει εκείνος, κι ακόμα ένα δυνατό σφύριγμα του τρένου καλύπτει τους μεταλλικούς ήχους της μηχανής που έχει αρχίσει να βαριανασαίνει.

Έκλεισε ξανά τα μάτια της κι έγειρε επάνω του. Με το ένα χέρι αναζητά δίπλα της το μικρό της βαλιτσάκι. Να επιβεβαιώσει ότι είναι εκεί. Και η ίδια. Ο αέρας από το ανοιχτό παράθυρο τής ανακατεύει τα μαλλιά. Αφήνεται να παρασυρθεί στην πιο όμορφη πραγματικότητα της ζωής της. Επιτέλους, αφήνεται. Τα πάντα γύρω της γίνονται διάφανα και τα διαπερνά. Εκείνος την σφίγγει επάνω του. Την διαβεβαιώνει. Μόνο το τρένο που τρέχει και το δικό του σ’ αγαπώ, αφετηρία και προορισμός, υπάρχουν.


Πίνακας: Jeff Rowland, "Back in your arms again".

Δημοσίευση σχολίου

2 Σχόλια