«ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ» διήγημα

“Θα 'ρθεις;”

Του ψέλλισε με έναν αμήχανο, ανοίκειο ενικό της σύντομης πρώτης γνωριμίας τους. Μες στο σκοτάδι των μικρών ωρών της νύχτας, στο τοπίο της πιο τρομερής μοναξιάς, έλαμψε στα μάτια του ένα “ναι” σίγουρο για την αβεβαιότητα που άφηνε πίσω του και αβέβαιο για τη σιγουριά που τόσο ανάγκη είχε να χαρίσει. Άγγελοι έκπτωτοι κι οι δυο, μορφή και πνεύμα, σε πάλη με δαίμονες μοχθηρούς κι αερικά. Συναντήθηκαν σε εξορία κοινή, ψάχνοντας την ελάχιστη όαση σε μια έρημο απέραντη με θύελλες και δηλητηριώδη ερπετά να παραμονεύουν σε κάθε βήμα.

“Πάμε!”

Πιάστηκαν απ' το χέρι. Όχι δειλά. Σφιχτά και δυνατά, όπως ο ναυαγός αρπάζει τη μόνη σανίδα σωτηρίας του, καταμεσής μιας θάλασσας θυμωμένης, που απειλεί να τον καταπιεί. Ξεκίνησαν να περπατούν μακριά απ' το άγονο, σκασμένο χώμα. Μοιράστηκαν κουράγιο και ελπίδα κι είπαν με βήματα μικρά, σιγουρεμένα, μαζί να βρουν την Εδέμ της ένωσής τους, τον Παράδεισο της ελευθερίας τους. Τις μέρες ο ήλιος ολόφωτος τύφλωνε τα μάτια κάθε εχθρού που τολμούσε να πλησιάσει και τα σύννεφα τους έπλεκαν πέπλο μεταξένιο. Τις νύχτες το φεγγάρι χαμογελούσε περήφανο για τα θετά παιδιά του, σκορπίζοντας χαρούμενο στον ουρανό χρυσόσκονη, ενώ τ' άστρα στήνανε χορό κυκλικό, στεφάνι αγάπης γύρω απ' τα μαλλιά τους.


Άρχισαν να τρέχουν, παρμένοι από τον έρωτα που διψασμένοι κι οι δυο αχόρταγα ρουφούσαν, μα έτρεχαν πολύ. Έτρεχαν και λυπημένο το φεγγάρι, δεν τους έβλεπε όπως πρώτα να το κοιτούν το βράδυ και δύναμη να του ζητούν. Δε σήκωναν τα μάτια τους να συμβουλευτούν τ' αστέρια, που άλλο δρόμο έδειχναν πως έπρεπε ν' ακολουθήσουν. Έτρεχαν και τις μέρες ο ήλιος έγινε σιγά σιγά εχθρός, η θέρμη του έγινε φωτιά που τώρα πια τους εξαντλούσε. Κουράστηκαν, τα πόδια δεν βαστούσαν άλλο, η ανάσα και η δύναμη δυσκόλεψαν... τα βήματα αποσυγχρονίστηκαν, τα χέρια χαλάρωσαν, ώσπου αφέθηκαν.

Ήταν όνειρο;

* * *

Συμφώνησαν σήμερα να συναντηθούν, να μη χαθούν σαν ξένοι. Σήμερα για μια φορά, νομίζουν για τελευταία – πόση αφέλεια να κρίνουμε με μέτρα ανθρώπινα, κοινά, της ψυχής τα αιώνια και τα πιο ιερά.

Το ίδιο ραντεβού. Αμήχανο σαν πρώτο, με την πικρή αυτογνωσία του στερνού. Το ίδιο ραντεβού. Ψευδαίσθηση απαξιωμένης καθημερινότητας, παυσίπονο ανίσχυρο στον δυνατό πόνο της αποδυναμωμένης καρδιάς. Ο ίδιος περίπατος, σε μια διαδρομή που κάποτε τους είχε πάει μακριά, παγωμένος σήμερα κάτω από τον ανελέητο καλοκαιρινό καύσωνα. Στάζουν ιδρώτα τα κορμιά τους, αίμα διάφανο από μια σάρκα μία, που με βία σκίστηκε κι έγινε πάλι δύο. Πληγές τα λόγια και τ' αγγίγματα μαχαιριές που από το σώμα ως την καρδιά τους φτάνουν.

Στέκει και κοιτάζει. Τα χέρια τρέμουν, τα μάτια θολώνουν. Κλαίει την απώλεια. Την ζωή που έγινε ανάμνηση. Ξέρει όμως ότι ήταν νικητές, ευλογήθηκαν, κι ο Θεός την ευχή του δεν την παίρνει πίσω. Όχι, δεν ήταν όνειρο. Το στεφάνι από φως που τα βράδια τους φορούσαν τα αστέρια δεν ήταν φαντασίωση, ούτε επιθυμία. Όχι, δεν ήταν όνειρο. Ήταν ζωή, ζωντανή, αληθινή ζωή. Κι αν η ζωή αυτή δεν είναι πια εδώ, ξέρει πως η ψυχή ζει παντοτινά, δεν χάνεται. Και η ψυχή ενώθηκε, συναντήθηκε και θα είναι πάντα εκεί, να περιμένει πια εκείνη να ενώσει ξανά το σώμα. Κι αυτός που βλέπει απέναντι να περπατάει τώρα με τα χέρια στις τσέπες και την πλάτη γυρισμένη, το ξέρει, θέλει ακόμα να σταματήσει για μια κλεφτή ματιά από μακριά, όπως τότε, που αυτό το μακριά τους ήταν ξένο, τους ήταν αδιανόητο.

Γυρίζει στο σπίτι – πόσο άδειο δείχνει τώρα Θεέ μου, πόσο μεγάλο. Πως θα το αντέξει τόσο μεγάλο; Κι αυτό το κρεβάτι...


* * *

"Σε διαβάζω σήμερα μετά από καιρό και ανάμεσα σε λέξεις ψυχρές, τυπικές, δήθεν αδιάφορες, βρίσκω θραύσματα αυτού που με το μένος μας διαλύσαμε. Μικρά κομμάτια, ελάχιστα, κάποιου παλιού μας όνειρου που προδόσαμε, μα εκείνο αντιστέκεται, αρνείται να πεθάνει τόσο εύκολα όσο του απαιτήσαμε. Μιας αρχής πάντοτε νέας που δεν αφήσαμε στο δρόμο της ολοκλήρωσης να φτάσει. Μιας αγάπης άγουρης, μα τίμιας κι αληθινής, που βίαια ατιμάσαμε. Χίλια κομμάτια, θραύσματα, που σκόρπισαν στην άβυσσο του εγωισμού μας. Τα σκορπίσαμε.

Κακιώσαμε την αγάπη κι εκείνη, πληγωμένη, απογοητευμένη, έστρεψε αλλού το πρόσωπό της. Μας στέρησε το χαμόγελο που ζέσταινε τις μέρες και τις νύχτες μας, γύρισε την πλάτη και μας προσπέρασε. Απομείναμε μόνοι στα σκοτεινά με τον φόβο και την παγωνιά να διαπερνά ως την ψυχή. Κι αγκαλιαζόμασταν σφιχτά, πιο σφιχτά... σ' αγκάλιαζα για να μην κρυώνω κι εσύ μ' αγκάλιαζες για να μην κρυώνεις. Πως άλλαξαν έτσι οι νύχτες μας; Θυμάσαι; Τότε σ' αγκάλιαζα γιατί σε ένιωθα να μου κρυώνεις κι εσύ μ' αγκάλιαζες όταν έβλεπες ότι έστω και λίγο κρυώνω. Πάγωσαν κάποτε τα λόγια, οι σκέψεις και οι πράξεις, εμείς οι ίδιοι, καθώς η θολή μας εικόνα αργόσβηνε μπροστά στα μάτια μας, ώσπου χάθηκε.

Να όμως που κάτι είναι ακόμα εδώ. Βλέπω στα θραύσματα αυτά, δειλά, λίγη ζωή να σπαρταράει. Μια θύμηση που δέθηκε στο νου και δε θέλει να τον εγκαταλείψει, μια νοσταλγία που δεν αντέχει το παρελθόν. Μια προσευχή, τόση δα μικρή, που κι αν ο φόβος δεν αφήνει δυνατά να ειπωθεί, βρίσκει τρόπο στα κρυφά να φθάσει ψίθυρος στο αγαπημένο αυτί. Μια προσευχή υπέρ αγάπης, κερί που όσο καίει και λιώνει κάνει καπνό τα λόγια και τα στέλνει στον ουρανό, να ενωθούν και μοίρα καλή ξανά να χτίσουν...”

Σταματάει. Μια βαθιά ανάσα δραπετεύει με δυσκολία από το σφιγμένο στήθος. Αφήνει το στυλό κι εκείνο κυλιέται για λίγο πάνω στο μουτζουρωμένο χαρτί. Δεν ξέρει αν πρέπει να συνεχίσει. Δεν μπορεί να αποφασίσει αν θα τελειώσει αυτό το γράμμα. Μετανιώνει που αφήνεται να παρασυρθεί και μετά μετανιώνει που αφέθηκε να μετανιώσει. Η θέα των ταραγμένων λέξεων, η βιαστική - σαν ανεπίτρεπτη και γι' αυτό ηδονική - ανάγνωση κάποιων φράσεων, επιτείνουν την σύγχυση που δέχεται στωικά, σαν αυτοτιμωρία για τα όσα θέλησε και κάθισε να γράψει.

Ξαναπαίρνει το στυλό, σκέφτεται, αλλά διστάζει να συνεχίσει. Είναι βαρύ, ξαφνικά πολύ βαρύ σήμερα το αγαπημένο λεπτό στυλό που πάντα έχει σε μια γωνιά του γραφείου να περιμένει. Σαν πυρωμένη ράβδο το νιώθει, καίει τα δάχτυλα. Με μια απότομη κίνηση το αφήνει κι εκείνο υπακούει χωρίς να κυλήσει. Κοιτάζει το γράμμα που άφησε στη μέση. Ανοίγει το μεγάλο συρτάρι του γραφείου και το θάβει κάτω από ένα σωρό από άλλα χαρτιά – ακριβώς όπως πολύ καλά θάβει τόσο καιρό αυτά που νιώθει κάτω από δικαιολογίες, ερμηνείες, απεγνωσμένες απωθήσεις.

“Καλύτερα μήνυμα”

Λέει, για να ακούσει και να το δεχθεί ως προσταγή της λογικής στην καρδιά που ξανά θα υποχωρήσει. Πιάνει το κινητό και γράφει. Πληκτρολογεί λέξεις ψυχρές, τυπικές, δήθεν αδιάφορες για να απαντήσει στις αντίστοιχες δικές του. Το στέλνει. Πριν έκαιγαν τα δάχτυλα, τώρα ολόκληρο το σώμα. Η καρδιά επαναστατεί. Λάβα σκάει με δύναμη, ενέργεια που άλλο δεν αντέχει. Πιάνει ξανά το κινητό.

“Σ' αγαπώ. Έτσι απλά. Δε χρειάζεται να απαντήσεις.”
Σε λίγο δέχεται την απάντηση.

“Κι εγώ.”

(Το διήγημα αναδημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2013 στο ιστολόγιο "Λογοτεχνικό Ταξίδι" - Δείτε εδώ)

Δημοσίευση σχολίου

2 Σχόλια

  1. Τα θραύσματα καμιά φορά αρκούν από μόνα τους να συντηρήσουν την αρχική εικόνα! ΄Όσο για το διήγημα, οι λέξεις συναγωνίζονται και ανταγωνίζονται τις αισθήσεις!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευρυδίκη, σ' ευχαριστώ πάρα πολύ! Από τα αγαπημένα κείμενα που έχω γράψει είναι και για μένα τα "Θραύσματα". Και έχεις δίκιο, μάλιστα πολλές φορές, μπορεί η αρχική εικόνα να έχει διαλυθεί, αλλά να χρησιμοποιήσεις αυτά τα λίγα θραύσματα που έμειναν, να φτιάξεις μια ολότελα νέα και πολύ πιο όμορφη εικόνα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή