ΟΛΟΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ της Μάρως Βαμβουνάκη

Το χαρακτήρισα αμέσως βιβλίο-έκπληξη. Είναι μια έκπληξη. Δεύτερο βιβλίο για την αγαπημένη Μάρω Βαμβουνάκη μέσα στο 2012, όχι από τον εκδοτικό οίκο που σταθερά συνεργάζεται τα τελευταία χρόνια (και συνεχίζει) αλλά από τις Εκδόσεις Αρμός, με έναν τίτλο που αμέσως γαργαλά και προκαλεί τη σκέψη σου και ένα εξώφυλλο απρόσμενα μοντέρνο, σε σχέση με τα εξώφυλλα που μας έχει συνηθίσει να διαλέγει η συγγραφέας για τα βιβλία της.

Δύο οι βασικοί ήρωες του βιβλίου, δύο άντρες. Ο πρώτος, ένας μεσήλικας επιτυχημένος ψυχολόγος και ο δεύτερος, ένας όμορφος νέος άνδρας γύρω στα τριάντα, που έρχεται ως πελάτης του πρώτου και τον γνωρίζουμε μόνο με το αρχικό γράμμα Δ. Κεντρικό σκηνικό, το ημιφωτισμένο γραφείο του ψυχολόγου στην Αθήνα κάτω από το λόφο του Λυκαβηττού.


Χρησιμοποίησα, όχι τυχαία, τη λέξη σκηνικό. Από την αρχή της ανάγνωσης του βιβλίου, η Μάρω Βαμβουνάκη δίνει την αίσθηση ότι μας τοποθετεί στην πλατεία ενός θεάτρου, δηλαδή στη θέση του θεατή μιας παράστασης. Το ίδιο το βιβλίο είναι τρίπρακτο, σαν θεατρικό έργο, ενώ από τις πρώτες κιόλας σελίδες, βλέπουμε με λεπτομέρεια τον χώρο που θα κινηθεί η δράση, λες και πρόκειται για τα πρώτα δευτερόλεπτα μετά το σήκωμα της αυλαίας. Το γραφείο του ψυχολόγου, την καρέκλα του, που έχει πάρει πια το σχήμα από το σώμα του, το ντιβάνι που ξαπλώνουν ή κάθονται οι πελάτες, αλλά και σαφείς περιγραφές του φωτισμού.

Ο πρωταγωνιστής-ψυχολογός, μιλάει και αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Κοιτάζει τους θεατές του κατάματα και τους εξομολογείται την ιστορία του. Η δράση, ως το τέλος, θα περιστρέφεται γύρω από την καρέκλα και το ντιβάνι, με τους δύο ήρωες να κάθονται νοητά πότε στη μία και πότε στην άλλη θέση, εξομολόγοι και εξομολογούμενοι, όπως και ο αναγνώστης-θεατής.

Για ακόμη μια φορά, η Μάρω Βαμβουνάκη χρησιμοποιεί το στοιχείο του θεάτρου, της σκηνής (εδώ βέβαια έμμεσα) για να δώσει έτσι την διάκριση της ψεύτικης, της προβληματικής ζωής και της ουσιαστικής ζωής που αναζητά ο εκάστοτε ήρωας.

Στο προηγούμενο μυθιστόρημά της, “Ο ερωτευμένος Πολωνός” (Ψυχογιός, 2011) η Ρωξάνη, επιτυχημένη ηθοποιός, αποφασίζει να εγκαταλείψει το θέατρο, να εξαφανιστεί ουσιαστικά, για να ακολουθήσει τον άνδρα που θα την οδηγήσει στον ποθητό Παράδεισο της αγάπης. Όταν η αυλαία πέφτει, η ζωή ξεκινά. Όταν το σκότος του ψέματος φωτίζεται, η αλήθεια βγαίνει στο προσκήνιο λαμπερή και παντοδύναμη. Ηθοποιός ήταν και η Ελβίρα του πολυαγαπημένου μυθιστορήματος “Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο” (Φιλιππότης, 1990), που ξεκινάει ένα νοσταλγικό ταξίδι επιστροφής στην πόλη που μεγάλωσε, προσδοκώντας να αναβαπτίσει τη ζωή της. Παρόμοια ερεθίσματα θα θυμηθώ, επίσης και στον δοκιμιακό “Χορό μεταμφιεσμένων” (Ψυχογιός, 2009), αλλά και στο -λιγότερο γνωστό- μυθιστόρημα “Ο Ντάνκαν γυρεύει τον Θεό” (Φιλιππότης, 2001), όπου ο Ντάνκαν είναι ένας διάσημος τραγουδιστής που εγκαταλείπει τα πάντα για να βρει τον εαυτό του. “Έχω ένα ουρλιαχτό μες στο κεφάλι μου!... Είμαι ένα ουρλιαχτό μες στο κεφάλι μου”, έγραφε Ντοστογιεφσκικά στην αρχή εκείνου του βιβλίου η Βαμβουνάκη και τα λόγια αυτά μού έχουν εντυπωθεί.

Γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο, ως άντρας, κάτι που είχε ξανακάνει μονάχα στο βιβλίο “Η μοναξιά είναι από χώμα” (Φιλιππότης, 1987), η Βαμβουνάκη, ενεργή ψυχολόγος κι η ίδια, αρπάζει την ευκαιρία για να μας βάλει στο μυαλό ενός αναλυτή, ενός ανθρώπου που δουλεύει με ανθρώπινες ψυχές. Όλοι μας έχουμε στο μυαλό την εικόνα-κλισέ του ψυχοθεραπευτή που δεν αισθάνεται, που ακούει ουδέτερος και ατάραχος ό,τι του πει ο εκάστοτε πελάτης, που πάντα έχει μια λύση για όλα βουτώντας εκ του ασφαλούς στη λογική και την κριτική σκέψη που του προσφέρουν οι γνώσεις και η θέση του.

Στο “Όλοι φοβούνται τον έρωτα”, ακριβώς επειδή, όπως είπαμε, ο πρωταγωνιστής-ψυχολογός "πηγαινοέρχεται" από την καρέκλα του στο ντιβάνι, βλέπουμε την άλλη όψη. Την τρωτή, την απόλυτα ανθρώπινη. Λέει ο ήρωας στο πρώτο κεφάλαιο: “Ο χώρος γεμίζει από εντάσεις, συγκρούσεις, φαντάσματα μελαγχολικών παιδιών και περιφερόμενα υποσυνείδητα, ακόμα κι όταν φύγει κι ο τελευταίος πελάτης”.

Ο αναλυόμενος Δ. είναι ένας άνδρας που αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα στις σχέσεις του με το άλλο φύλο. Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο: “Δεν μπορεί να κάνει ερωτικό δεσμό σοβαρό και διαρκείας και αυτό του προκαλεί όλο και αυξάνουσα κατάθλιψη, αυτοπεριφρόνηση, αγωνία για τον ανδρισμό του. Όλες οι ερωτικές συναντήσεις του λήγουν γρήγορα και άδοξα, χωρίς να μπορεί να καταλάβει πόσο φταίει ο ίδιος, η τύχη του, ο αινιγματικός γι' αυτόν ψυχισμός των γυναικών”.

Μέσα από τη ροή των συνεδριών που παρακολουθούμε, το βιβλίο εξελίσσεται από πολύ ενδιαφέρον, σε τολμηρό και γι' αυτό συναρπαστικό. Η Μάρω Βαμβουνάκη, μέσω του πρωταγωνιστή-ψυχολόγου, δεν διστάζει να αγγίξει με ευθύτητα και δίχως μισόλογα θέματα και καταστάσεις που κατά κάποιον τρόπο θεωρούνται ακόμα ταμπού για την ελληνική κοινωνία. Η άποψη που εκφράζει για την ομοφυλοφιλία (ο ψυχολόγος την εξετάζει ως εκδοχή για τα προβλήματα του πελάτη του) βάζοντας απέναντι τη δογματική αντιμετώπιση του θέματος από κοινωνία και Εκκλησία, καθώς και η κριτική που ασκεί στις μητέρες που δεν επιτρέπουν ουσιαστικά στ' αγόρια τους, να ενηλικιωθούν ώστε πάντα να τα κρατούν εγκλωβισμένα στα φουστάνια τους, μπορεί ακόμα και να σοκάρουν το κοινό που, ας πούμε “παραδοσιακά” διαβάζει τα βιβλία της, δηλαδή τις γυναίκες, ιδίως όσες είναι μητέρες.

Η γραφή της Βαμβουνάκη, μετρημένη πάντα δίχως άσκοπες φλυαρίες, είναι ξανά αποφθεγματική και σε πολλά σημεία δοκιμιακή, με τον ήρωά της να βγαίνει και να ξαναμπαίνει στην κύρια ιστορία που μας αφηγείται, ακριβώς όπως το μυαλό όλων μας τροφοδοτείται ταυτόχρονα από πολλά κανάλια σκέψης όταν μιλάμε για κάτι που τόσο μας αφορά. Και κάπου εκεί, πάνω που ο αναγνώστης καθώς διαβάζει θα έχει επεκτείνει, πιστεύω, τη σκέψη του βάζοντας κατά μέρος ίσως τη μυθιστορηματική διάσταση του βιβλίου, έρχεται μια εντελώς απρόσμενη και δυνατή ανατροπή στην πλοκή που φέρνει κυριολεκτικά τα πάνω κάτω. Οι ρόλοι θα γίνουν πια δυσδιάκριτοι καθώς το βιβλίο στην τρίτη πράξη θα φορέσει, κατά κάποιον τρόπο, μια λεπτή ατμόσφαιρα ψυχολογικού και υπαρξιακού θρίλερ.

Και ο έρωτας του τίτλου; Γιατί τον φοβόμαστε; Είναι ο έρωτας η λύτρωση, η αλήθεια που αναζητάμε; Είναι σίγουρα μια πτυχή της αλήθειας, γοητευτική αλλά και απόλυτα επικίνδυνη για την καθεστηκυία τάξη του μέσα και του έξω μας, όπως άλλωστε όλες οι αλήθειες. Γι' αυτό όλοι φοβόμαστε τον έρωτα, έχει δίκιο η Μάρω Βαμβουνάκη· κι ας τον κυνηγάμε με τέτοιο πάθος. Τον φοβόμαστε γιατί ο έρωτας απαιτεί να μην είναι το καλά κανακεμένο εγώ μας μεγαλύτερο απ' την καρδιά μας, αλλά, όπως μας θυμίζει συχνά η συγγραφέας τα όμορφα λόγια του Νίτσε, να είναι βαθύτερη η ψυχή απ' τις πληγές μας.

Φοβόμαστε τον έρωτα γιατί φοβόμαστε τη ζωή, όπως φοβόμαστε τους ανθρώπους γιατί φοβόμαστε πρώτα τον εαυτό μας. Φοβόμαστε τον έρωτα, γιατί ο έρωτας απαιτεί την απόλυτη υπέρβαση, την υπέρβαση του εγώ μας. Έτσι και οι ήρωες του νέου βιβλίου της Μάρως Βαμβουνάκη, θα κληθούν τελικά να υπερβούν τον εαυτό τους.
Θα τα καταφέρουν;

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια