«ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ» μικρό πεζό


Φεύγω αργά από τη δουλειά, μεσάνυχτα και κάτι. Νιώθω την ζέστη, έντονη, αλλά απόψε πιο υποφερτή και αποφασίζω να γυρίσω σπίτι με τα πόδια˙ δε θα περιμένω το νυχτερινό κι ας αργοπορήσω λίγο.

Κατεβαίνω τη σιδερένια σκάλα, στρίβω αριστερά προς τη λεωφόρο και η νύχτα με προκαλεί με έναν σπάνιο μαυροκόκκινο ορίζοντα. Σφαλιστά παραθυρόφυλλα και φώτα σβησμένα στις πολυκατοικίες που βαριανασαίνουν, εξαντλημένες κι αυτές απ' τον επίμονο πολυήμερο καύσωνα. Σε κάποια μπαλκόνια, λίγα, φιγούρες ημίγυμνων κορμιών, αποχαιρετούν τη μέρα καπνίζοντας και μοιάζουν να αναπολούν μέρες γιορτής αλλοτινές, πιο ξέγνοιαστες και ίσως πιο αυθεντικές.

Βγαίνω στη λεωφόρο. Λίγα και τα αυτοκίνητα, ανεβοκατεβαίνουν με ταχύτητα, αφήνοντας δυνατές μουσικές να δραπετεύουν απ' τα ανοιχτά τους παράθυρα. Καθώς προχωρώ, σ' ένα ελάχιστα φωτισμένο παρκάκι, ένα νεαρό ζευγάρι ερωτοτροπεί πλάι στο φύλλωμα ενός πυκνού θάμνου. Οι μυρωδιές που το αεράκι φέρνει από τη μονοκατοικία στη γωνιά, νυχτολούλουδο με γεράνι, ευλογούν και σκεπάζουν με άνοιξη την ερωτική τελετή.

Φτάνω σιγά σιγά στο σπίτι. Να η εκκλησιά, δυο δρόμους πιο κάτω από μένα. Και τελικά δεν άργησα, ακολουθούσα τη διαδρομή του νυχτερινού, μα εκείνο δεν πέρασε τόση ώρα.
Περνάω τον άδειο δρόμο. Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η μάνα μου, είχα τάξει να την πάρω όταν σχολάσω να της πω χρόνια πολλά, αλλά ξεχάστηκα.

«Που περπατάς μονάχος σου, αγόρι μου, νύχτα, σε άδεια Αθήνα;»
«Μην ανησυχείς μαμά. Δεκαπενταύγουστος είναι ...με προσέχει η Παναγιά.»


Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 20 του λογοτεχνικού περιοδικού Chimeres (24 Ιουλίου 2011)


Δημοσίευση σχολίου

2 Σχόλια

  1. Όμορφα δωσμένη η εικόνα της νυχτερινής καλοκαιρινής Αθήνας. Υπάρχει τόση αλήθεια στο πεζό αυτό που είναι σαν περπατάς με τον πρωταγωνιστή.
    Ο τρόπος που κλείνει τη σύντομη αυτή αφήγηση είναι απλα εξαιρετικός.
    Συγχαρητήρια!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ' ευχαριστώ πολύ για το όμορφο σχόλιο, πολύ χαίρομαι που σου άρεσε. Καλή Παναγιά!

      Διαγραφή