Ανηφόρα ο δρόμος του, κάτω από ήλιο, κι από βροχή και χαλάζι, τα σημεία δεν κοιτά, τη ματιά του πια ρίχνει σπάνια ψηλά. Φορτίο στην πλάτη του βαρύ, σάκος μεγάλος γεμάτος έγνοιες και κακοτοπιές, καθήκον η ζωή του ασήκωτο και εξαντλητικό σαν μονοπάτι στρωμένο με σπασμένα γυαλιά. Ο λαιμός του σφίγγεται, δυσκολεύει η αναπνοή. Μέρες και χρόνια οδοιπόρος, περπατά τούτη την ανηφόρα - πού να τον βγάζει αλήθεια; Δεν έχει χρόνο να αναρωτηθεί ούτε την επιλογή και τις δυνάμεις. Κουράστηκε. Τα πόδια του μουδιάζουν, μαραίνεται, ασθενικό λουλούδι σε ξερότοπο. Διψά και άλλο δεν αντέχει. Η φασαρία του δρόμου γίνεται άηχη και η πόλη γύρω του περιστρέφεται.
Ένα κάλεσμα παράξενο και γοητευτικό, σαν απαλή ηχώ του ανέμου τον καλεί να κοιτάξει αλλού. Κάτι φαίνεται εκεί κοντά, μια παλιά πέτρινη κρήνη μέσα σε δέντρα. Ελαφραίνει μεμιάς από το βάρος του. Ανέλπιστη χαρά, ξαφνικό χαμόγελο της τύχης που του γεννά ελπίδα. Μάταια. Η κρήνη αυτή είναι στεγνή, δε βγάζει παρά μονάχα μερικές σταγόνες που εύκολα χάνονται στη ζέστη. Λίγες ακόμα στάλες προδομένη ζωή για μιαν ατέλειωτη ανηφόρα. Η ηχώ όμως επιμένει και τον καλεί ξανά, λίγο πιο πέρα. Σε μιας σπηλιάς το άνοιγμα, κοντά στην στείρα κρήνη. Πηγαίνει και τη φωνή ακολουθεί με αγωνία στο βλέμμα, μήπως και βρει κάποια πηγή, τη δίψα του να σβήσει.
Μπαίνει μέσα στην άγνωστη σπηλιά, και μέσα και πιο μέσα, στο μαύρο της βυθίζεται. Νερό... νερό κάπου υπάρχει. Νιώθει την υγρασία, την καταλαβαίνει, θα το βρει, όσο ακόμα η παράξενη φωνή τον προκαλεί στη μεγαλύτερη παραίσθηση.
Το φως που σε λίγο έρχεται απ' έξω του δείχνει κάποια στιγμή την έξοδο. Το ήξερε! Νερό! Μια ολόκληρη θάλασσα έξω από τη σπηλιά. Μια μεγάλη ακτή. Δέντρα πολλά και θάμνοι πιο πίσω, μπροστά του βράχια, βράχια και το νερό γαλήνιο, υπόσχεται πολλά. Υπόσχεται ζωή και ελευθερία. Επιτέλους! Δε θέλει άλλο το βάρος του. Ούτε το σάκο του, ούτε τις έγνοιες και τις υποσχέσεις, ούτε καν ρούχα. Απ' όλα θέλει να απαλλαγεί, γυμνός να μείνει, εκείνος και η θάλασσα. Το σώμα του και το νερό σαν σε παλιά μήτρα, άλλη γέννηση, άλλη βάπτιση. Αυτά μόνο. Το γυμνό σώμα του και το νερό της απέραντης, αιώνιας θάλασσας. Κομμάτι της θα γίνει. Τολμά και κοιτά τώρα ψηλά.
Ένα κρύο χέρι τον σκουντά και ανοίγει τα μάτια του. Είναι πεσμένος στο δρόμο, ένας περαστικός του μουσκεύει το πρόσωπο, του μιλάει με ένταση, τον ρωτάει αν είναι καλά. Είναι καλά; Δε μπορεί να απαντήσει. Ποτέ του δεν ήταν σίγουρος. Ο περαστικός του δίνει νερό να πιει κι ύστερα τον βοηθάει να σηκωθεί. Το νερό που δίνει δύναμη και ζωή, μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Στη μεγάλη έρημο της διαδρομής, το μάννα. Ο καλόκαρδος περαστικός τον χτυπάει φιλικά στον ώμο και τον χαιρετά. Ο οδοιπόρος κοιτάζει ξανά μπροστά του. Η πόλη τον περιμένει. Η ανηφόρα είναι εκεί. Πάντα εκεί, όπως κι ο βαρύς του ο σάκος. Έχει συνέλθει. Τα μάτια του κοιτούν τώρα πιο αποφασισμένα, πιο καθαρά ξανά. Και τα πόδια του είναι δυνατά, φτιαγμένα να αντέχουν.
Ποιος είναι ο Οδοιπόρος;
0 Σχόλια