«ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ» μικρό πεζό


Θλιμμένη είναι φέτος η Άνοιξη. 
Διστάζει, δε θέλει ακόμα να φανεί. 
Στέκει αμίλητη στον κρύο προθάλαμο του κόσμου, ασάλευτη κι αμήχανη, να καταλάβει πασχίζει. 
Με χρώμα κόκκινο και μαύρο μονάχα βλέπει τους ανθρώπους. 
Κόκκινο έξω, μαύρο μέσα. 
Φωνές ανδρών, χολή και όξος, φωνές γυναικών, ξεριζωμός και δρόμος, φωνές παιδιών, κλάμα και τρόμος. 
Ένα απέραντο λιβάδι από φωτιά και τέφρα ο κόσμος, πού τόπος να ριζώσει ο σπόρος του καλού; Πού τόπος για τα χρώματα, τις ευωδιές και για του έρωτα τα αθώα γέλια; 
Με γκρίζα δάκρυα στα κουρασμένα μάτια τους οι άνθρωποι φορώντας ακάνθινο στεφάνι προσεύχονται και παρακαλούν την Άνοιξη. 
Να έρθει. Να σώσει. Κι εκείνη αμήχανη, αδυνατεί να καταλάβει. 
Δε θέλει ακόμα να φανεί. 
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος; 
Πονά ετούτη η Άνοιξη για όσα οι άλλοι προκαλούν, θρηνεί κάτω απ' τον βαρύ σταυρό του κόσμου που μοιάζει να μην μπορεί ποτέ να καλοδεχτεί έναν λυτρωτή. Μητέρα κι αυτή μιας πάντα νέας ζωής που ανυπομονεί ξανά όλα της τα ωραία χρώματα να μας χαρίσει. 
Ω γλυκύ μου έαρ.
Πρόστρεξε μυροφόρα.
Και μη διστάζεις άλλο.

Εικόνα: Mona El Falaky, από το Pixabay


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια