«ΤΟ ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ ΣΤΟ ΤΡΟΛΕΪ» διήγημα

Ένα αληθινό περιστατικό και ένα αγαπημένο παλιό τραγούδι, συνδυάστηκαν σε αυτό το νέο διήγημα.

Μετά το τέλος, θα βρείτε πληροφορίες για αυτό το ιδιαίτερο και όμορφο τραγούδι*, καθώς και μια κανονική εκτέλεση για να το απολαύσετε.

Σας το παραδίδω με την ευχή να σας αρέσει και -φυσικά- η γνώμη και τα σχόλιά σας, είναι καλοδεχούμενα.

~~~

Το ραντεβού είχε οριστεί για τις έντεκα στο κέντρο. Ήταν μια συνάντηση σημαντική που περίμενα καιρό. Άργησα να ξυπνήσω. Είχα σκεφτεί να ενεργοποιήσω το ξυπνητήρι μου από βραδύς, αλλά, από συνήθεια όταν είμαι απογευματινός στη δουλειά, δεν το έκανα. Ετοιμάστηκα βιαστικά και χωρίς να φτιάξω τον αγαπημένο μου πρωινό ζεστό καφέ, πήρα την τσάντα μου, έλεγξα αν έχω μαζί μου όσα χρειάζομαι κι έφυγα.

Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση ν' αργήσω” σκέφτομαι καθώς περιμένω το τρόλεϊ στην κοντινή μου στάση, αλλά εκείνο αργεί πάλι, όπως πάντα κατά σύμπτωση διαβολική όταν βιάζομαι. Η μέρα έχει μια περίεργα δυσάρεστη μουντάδα, σαν να μην έχει διάθεση σήμερα ως κι ο ήλιος να βγει απ' τα σκεπάσματά του.

Κίνηση αρκετή, σε ώρα που άλλες μέρες οι δρόμοι είναι πιο ελεύθεροι. Κόσμος πολύς και μέσα στο τρόλεϊ. Στέκομαι τυχερός και βρίσκω μια θέση στο πίσω μέρος, απ' αυτές που είναι βαλμένες ανάποδα και πολλοί δεν τις προτιμούν γιατί ζαλίζονται. Οι άνθρωποι, στάση με τη στάση, γίνονται περισσότεροι, στριμόχνωνται, τα νεύρα δοκιμάζονται. Η πιεστική καθημερινότητα θερμαίνει το αίμα και η ανέχεια που εξαντλεί και εξαντλείται, ξεθυμαίνει με γκρίνια έντονη ακόμα και για το πιο ελάχιστο. Η μόνιμη κίνηση της, πολύ στενής για μια τέτοια πόλη, κεντρικής λεωφόρου κουράζει περισσότερο τους ανθρώπους, που ακολουθούν τη φόρα του τρόλεϊ -πότε μπρος και πότε πίσω- στα συνεχή σταμάτα ξεκίνα του ηλεκτρικού οχήματος.

Άνοιξε σε παρακαλώ λιγάκι το παράθυρο, θα πεθάνουμε εδώ μέσα” είπε μια καλοβαλμένη γυναίκα που κρατούσε στο ένα χέρι έναν χαρτοφύλακα, απευθυνόμενη σ' έναν νεαρό, μάλλον φοιτητή, που καθόταν δίπλα μου. Εκείνος το άνοιξε.

Όκι τόσο πολύ, είμι άρρωστη, όλο το αέρα έρκετε πάνω μου!” διαμαρτυρήθηκε με σπαστά ελληνικά μια ευτραφής κυρία, με φουντωτά ξανθά μαλλιά και έντονο κόκκινο κραγιόν, που καθόταν απέναντι.

Ο νεαρός δίπλα μου, έκλεισε το παράθυρο μέχρι τη μέση για να ικανοποιήσει και τις δυο, αλλά ήδη η καλοβαλμένη γυναίκα με τον χαρτοφύλακα, αντάλλασσε δολοφονικές ματιές με την κυρία με τα φουντωτά ξανθά μαλλιά και το έντονο κόκκινο κραγιόν.

Κόρνες, σειρήνες και μηχανικοί θόρυβοι, συνθέτουν την εκκωφαντική συμφωνία της καθημερινής αθηναϊκής τρέλας. Το τρόλεϊ ασφυκτικά γεμάτο... κι αυτή η κίνηση! Σταματάμε σε κάθε στάση και τρεις ή τέσσερις φορές ενδιάμεσα· αποκλείεται να φτάσω στην ώρα μου! Στο ύψος του Οικονομικού Πανεπιστημίου κατεβαίνει πάντα περισσότερος κόσμος, για να κατευθυνθεί στον σταθμό του ηλεκτρικού της πλατείας Βικτωρίας. Ένα κύμα φρέσκου αέρα φθάνει από τις μπροστινές δύο πόρτες, κάνοντάς μας να καταλάβουμε ότι το όχημα άδειασε λιγάκι. Ξεκινάμε πάλι μετά τη στάση, αλλά μόλις μερικά δευτερόλεπτα αργότερα σταματάμε ξανά σε κόκκινο φανάρι.

Κοιτάζω αγχωμένος το ρολόι του κινητού μου τηλεφώνου, όταν ξαφνικά, φθάνουν στ' αυτιά μου οι πρώτες νότες. Μια μελωδία άγνωστη σε μένα, μα συνάμα οικεία, άρχισε να ταξιδεύει σε όλο το όχημα. Μ' αυτόν τον ήχο τον χαρακτηριστικό, αέρας μ' ένα γλυκό γρέζι στη χροιά κι ένα παραπονιάρικο τρέμουλο, που κέρδιζε όλο και περισσότερο την προσοχή μου. Ένα ακορντεόν.

Έβαλα γρήγορα το τηλέφωνο στην τσέπη και σταύρωσα τα χέρια. Ακούμπησα την πλάτη μου καλά πίσω στο κάθισμα και ένιωθα σιγά σιγά τους μυς μου να λύνονται, σαν κάτι απροσδιόριστα βαρύ να φεύγει από πάνω μου. Πως με χάιδευαν έτσι τα ξεφυσήματα του ακορντεόν κι η μελωδία... τόσο όμορφη. Είχα ακούσει και παλιά πολλές φορές να παίζουν ακορντεόν, μα έτσι δεν ήταν. Κοίταξα έξω απ' το παράθυρο για μια στιγμή. Ο δρόμος με τα αυτοκίνητα είχε χαθεί, είχε γίνει θάλασσα. Μια θάλασσα ήρεμη και πεντακάθαρη. Κι εγώ δεν καθόμουν πια στο τρόλεϊ, σ' ένα λιμάνι ήμουνα κι όλα είχανε γίνει ασπρόμαυρα. Έμοιαζε να είχα μπει ολόκληρος σε μια παλιά καρτ-ποστάλ ή σε σκηνή από παλιά ταινία.


Έκλεισα τα μάτια. Άκουγα τη μελωδία, μαζί με τον ήχο του χτυπήματος των πλήκτρων και προσπαθούσα να φανταστώ πως να είναι αυτά τα δάχτυλα που τόσο επιδέξια γράφουν τις νότες στα πλήκτρα του ακορντεόν. Δε γύρισα να κοιτάξω. Μου αρκούσε η μουσική που μπορεί σαν δίνη να σε αρπάξει και να σε στροβιλίσει όπου και όσο θέλει αυτή. Τι δώρο μέγιστο στον άνθρωπο η μουσική! Άλλο τρόπο ίσως καλύτερο να μην είχε ο Θεός να συνομιλεί με τους ανθρώπους κι έδωσε αυτές τις νότες τις επτά για να καταλαβαίνουμε όλοι. Όποια γλώσσα κι αν μιλάμε, σε όποια γη κι αν γεννηθήκαμε, όλοι καταλαβαίνουμε τη μουσική.

Κάποια στιγμή, μια κοντινή φωνή ακούστηκε να σιγοτραγουδάει στο σκοπό του ακορντεόν. Ανασηκώθηκα λιγάκι. Μια μεγάλη γυναίκα που καθόταν στην αμέσως πιο μπροστινή σειρά από μένα, δακρυσμένη ψέλλιζε το παλιό τραγούδι.

...τα χρόνια που πήγαν χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό

Στο πρόσωπο και την έκφρασή της είχε ζωγραφιστεί μια νοσταλγία. Ποιος ξέρει τι να της έφερε στο νου το τραγούδι αυτό, τα λόγια που σαν δικά της σιγοτραγουδούσε. Έναν έρωτα ίσως απ' τα νεανικά της χρόνια... που σήμερα είναι μια ανάμνηση πικρή για τα χρόνια που πίσω φύγαν. Σίγουρα εκείνη ζούσε αλλιώτικα αυτό που οι υπόλοιποι ακούγαμε.

Όπως ήμουν γυρισμένος για να κοιτάξω τη γυναίκα, είδα για πρώτη φορά και αυτόν που έπαιζε το ακορντεόν. Από το κέντρο του οχήματος, που είχε στην αρχή σταθεί, βημάτιζε τώρα προς τα μπρος, προτάσσοντας στους επιβάτες το μικρό πλαστικό ποτήρι που είχε κρεμάσει στη μπροστινή μεριά του οργάνου. Οι περισσότεροι δεν έβγαλαν κάποιο κέρμα να του δώσουν, αλλά αυτό δεν επηρέαζε καθόλου το χαμόγελό του. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα 30, σχετικά κοντός με στρογγυλό κεφάλι, κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά, σκούρα μάτια και έντονο χαμόγελο. Για Έλληνας δεν έμοιαζε, μου έκανε περισσότερο σε Καυκάσιο, Αρμένιος ίσως, δεν ξέρω...

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα φθάσαμε στην επόμενη στάση, στο Πολυτεχνείο. Αυτή τη φορά μπήκε περισσότερος κόσμος απ' όσος βγήκε. Σχεδόν γέμισε πάλι το τρόλεϊ. Ο άνδρας με το ακορντεόν συνέχιζε να παίζει, όμως μια δυνατή φωνή τον διέκοψε απότομμα. Ήταν ο οδηγός.

Έλα, φτάνει! Κανονικά απαγορεύεται, να ξέρεις. Και πολύ σε άφησα. Κατέβα!

Ο άνδρας υπάκουσε χωρίς να πει το παραμικρό. Σταμάτησε, έβγαλε το ακορντεόν από πάνω του, κατέβηκε και ο οδηγός έκλεισε την πόρτα για να φύγουμε. Όπως το όχημα ξεκινούσε, είδα τον άνδρα να κάθεται στη στάση με το ακορντεόν ακουμπισμένο στα γόνατά του. Περίεργο πως, αλλά αισθάνθηκα ότι πολλοί τον κοίταζαν μέσα από τα παράθυρα με θλίψη. Σταμάτησε το ακορντεόν να παίζει και επέστρεψαν στ' αυτιά μας οι επιθετικοί ήχοι των αυτοκινήτων από την κεντρική λεωφόρο και τα μηχανικά αγκομαχητά του τρόλεϊ. Λίγο κράτησε, όπως όλα τα ωραία στη ζωή – έτσι δε λένε; Γιατί δε μάθαμε να τα αφήνουμε να κρατάνε παραπάνω, τι μας τρομάζει στο ωραίο δεν ξέρω πολλές φορές. Ίσως δε νιώθουμε να το αξίζουμε και φροντίζουμε να το τελειώσουμε νωρίς, χωρίς καν τις περισσότερες φορές να το καταλαβαίνουμε.

Η κίνηση από την Ομόνοια και μετά ήταν πιο ομαλή κι έτσι σε λίγα λεπτά έφτασα στο Σύνταγμα, ευτυχώς με λιγότερη καθυστέρηση απ' όση αρχικά φοβόμουν. Προτού όμως πάω να βρω τον άνθρωπο που με περίμενε, κάθισα στη στάση και έβγαλα από την τσάντα ένα σημειωματάριο που πάντα έχω μαζί μου. Έπρεπε να τα σημειώσω, να μην τα ξεχάσω.

...τα χρόνια που πήγαν χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό

Τα λόγια που εκείνη η γυναίκα στην αμέσως πιο μπροστινή σειρά από μένα στο τρόλεϊ σιγοτραγουδούσε, όσο το ακορντεόν μας έραινε τη μελωδία του. Με τα λόγια αυτά οδηγό, το βράδυ που επέστρεψα στο σπίτι απ' τη δουλειά, βρήκα και άκουσα ξανά το πανέμορφο τραγούδι. Παλιό, όπως από την αρχή το είχα φανταστεί, ερμηνευμένο υπέροχα από μια γυναικεία φωνή βελούδινη, που αισθανόσουν ότι σε έπαιρνε κατευθείαν στα σοκάκια της παλιάς Αθήνας. Κι όμως... χωρίς το ακορντεόν μου φαίνονταν λειψό.

Από εκείνη τη μέρα, όταν κατεβαίνω στο κέντρο με τρόλεϊ ή με λεωφορείο, πάντα κοιτάζω στις στάσεις ποιος ανεβαίνει. Δε μπορεί... κάπου θα τον ξαναπετύχω με το ακορντεόν του. Κάπου θα τον ακούσω ξανά να παίζει.

έργο του ζωγράφου Γιώργου Σαββίδη

* Πρόκειται για το τραγούδι "Πόσο λυπάμαι" σε μουσική Κώστα Γιαννίδη και στίχους Βασίλη Σπυρόπουλου και Πάνου Παπαδούκα. Το τραγούδι πρωτοερμήνευσε η Σοφία Βέμπο το 1938 και ακολούθησαν πολλές επανεκτελέσεις.


Δημοσίευση σχολίου

12 Σχόλια

  1. Καλησπέρα ,Δημήτρη ! Πολύ όμορφο το διήγημα!Εικόνες γνώριμες αυτές που περιγράφεις για όσους ζουν στην Αθήνα.Πολλές φορές μου έχει τύχει παρόμοιο περιστατικό σε τρόλεϊ.Μερικοί πλανόδιοι οργανοπαίχτες με ακορντεόν σε μαγεύουν και ξεχνάς για λίγο την ένταση και την πίεση της καθημερινότητας.Το τραγούδι είναι πολύ αγαπημένο.Μου φέρνει στο νου ασπρόμαυρες εικόνες της παλιάς και όμορφης Αθήνας που ξέρουμε μέσα από ταινίες και αναφορές σε βιβλία ή από ανθρώπους που ζήσαν την εποχή !

    Κατερίνα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κατερίνα, πολύ χαίρομαι που σου άρεσε. Αν και έχω συναντήσει πολλές φορές πλανόδιους οργανοπαίκτες, όπως είπες κι εσύ, εκείνη την ημέρα πραγματικά το ένιωσα αλλιώς. Και αμέσως ήξερα ότι θα πρέπει να γράψω κάτι γι' αυτό... Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για το σχόλιο :-) Καλή εβδομάδα να έχουμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μένω στη φράση σου "μας τρομάζει το ωραίο" και αυτόματα θυμήθηκα μιαν άλλη φράση, του Ντοστογιέφσκι αν δεν κάνω λάθος, που είπε ότι "η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Ίδιο νόμισμα με δυο όψεις. Απλώς στη σημερινή εποχή της ταχύτητας και της ισοπέδωσης, μένουμε οι περισσότεροι στη μια οψη. Με λύπησε η εικόνα του μουσικού που έμεινε μόνος στη στάση. Κι η δική του στάση όμως απέναντι στην "απαίτηση" ενός επιβάτη. Κράτησε την αξιοπρέπειά του δίχως να μπει στη ζάλημιας αψιμαχίας...

    Αν και δεν έχω πολλές εικόνες από την μεγάλη πολιτεία, αυτές οι περιγραφές του πραγματικού κόσμου και εκείνου που ανοίχτηκε άξαφνα στα δικά σου μάτια με το άκουσμα της μουσικής, μου άρεσαν. Έπειτα προσπάθησα να διαβάσω ξανά τις πρώτες γραμμές αλλάζοντας το πρώτο σε τρίτο πρόσωπο. Δεν ήξερα πιο να διαλέξω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Δημήτρη ένα απόγευμα που έβρεχε πάρα πολύ από το πρωί μπήκα σε ένα λεωφορείο ακριβώς σε αυτή τη διαδρομή που είπες. Όταν μπήκε ο κύριος με το ακορντεόν μου έφτιαξε τόσο πολύ τη διάθεση που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν στα πατώματα σερνάμενη.Εσύ ξέρεις, ο Νίκος όχι πόσοι απλώνουν το χέρι σε αυτή τη πόλη. Δεν μπορείς να προσφέρεις σε όλους αν όχι σε κανένα. Σε αυτόν που πιστέυω πως ήταν ο ίδιος ο δικός σου, του έδωσα μη με παρεξηγήσετε που το λέω, αλλά το χρησιμοποιώ να τονίσω πόσο πολύ με άγγιξε πόσο μάλλον που του επιβράβευσα τη τόλμη του να παίζει ακόμα κι αν τον βρίσει ο οδηγός όπως λες πως έκανε ο ανόητος. Έπειτα έχουμε τόσο ανάγκη μέσα σε τούτη τη σκοτεινή πρωτεύουσα από παρόμοιες νότες! Όσο για το διήγημά σου είναι αληθινό και εσύ έχεις τη τέχνη να το αναπαράγεις πανέμορφα.Καλή εβδομάδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πράγματι Νίκο, κάτι μας πιάνει όταν κάτι όμορφο μας συμβαίνει και είναι περίεργο, με έχει απασχολήσει πολλές φορές αυτό. Είμαστε ενοχικοί μπροστά στο ωραίο και δεν είναι από ταπεινοφροσύνη, αισθάνομαι αυτό που έγραψα... νομίζουμε ότι δε μας αξίζει και έτσι χάνουμε τις ωραίες στιγμές. Είναι όπως όταν γελάμε πολύ κάποια στιγμή και αμέσως λέμε "σε καλό να μου βγει". Γιατί να μη μας βγει σε καλό; Είναι υπέροχο να γελάει ο άνθρωπος.

    Σ' ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σου. Δοκίμασα κι ακολούθησα αυτό που έγραψες, διάβασα το διήγημα μια φορά στο τρίτο πρόσωπο. Δεν είδα διαφορά... αλλά, το ξέρεις, μου αρέσει το πρώτο πρόσωπο πολύ. Καί γιατί περιγράφω ιστορίες που είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο "δικές μου" αλλά καί γιατί το δικό μου πρώτο πρόσωπο στο κείμενο φαντάζομαι ότι γίνεται πιο εύκολα πρώτο πρόσωπο του αναγνώστη.

    Χαίρομαι που σου άρεσε το "ακορντεόν" μου, λοιπόν! Να είσαι καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Μαράκι μου, λες να είναι ο ίδιος ακορντεονίστας; Δε θα μου έκανε εντύπωση, έπαιζε τόσο ωραία που σίγουρα θα τον έκλεισαν στις αναμνήσεις τους και άλλοι επιβάτες των μέσων μεταφοράς. Τελικά, δυστυχώς, δεν είχα την τύχη να τον ξαναπετύχω σε κάποιο δρομολόγιο - ίσως γι' αυτό αισθάνθηκα την ανάγκη να του αφιερώσω ένα διήγημα.

    Πάντως, όσοι κυκλοφορούμε στην Αθήνα ξέρουμε, υπάρχουν υπέροχοι μουσικοί που παίζουν στο δρόμο... στα λεωφορεία, στην Ερμού, στην Διον.Αρεοπαγίτου κι αλλού. Και οι νότες τους ομορφαίνουν μοναδικά την πόλη μας.

    Να είσαι καλά Μαρία, χαίρομαι που σου άρεσε κι εσένα το διήγημα :-) Την καλημέρα μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Πράγματι έχω δει και σε άλλους χώρους καταπληκτικούς μουσικούς. Ήθελα να στο γράψω χτες.Είναι ολόκληρη κομπανία που νομίζεις πως είσαι σε μουσική σκηνή.Πολλές φορές έχω κοντοσταθεί και τους παρακολουθώ.
    Σκεφτόμουν λοιπόν να γράφουμε διηγήματα με παρόμοια περιστατικά που είναι η καθημερινότητα της Αθήνας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Μάλλον -αν κατάλαβα καλά- μιλάς για μια πολύ ωραία μπάντα που παίζει στον πεζόδρομο της Ερμού. Τους έχω ακούσει κι εγώ, είναι καταπληκτικοί.

    Η ιδέα με τα διηγήματα για την Αθήνα είναι πολύ καλή. Εγώ έχω σκοπό έτσι κι αλλιώς να γράψω αρκετά στο μέλλον για την Αθήνα... και ίσως το "ακορντεόν στο τρόλεϊ" να είναι το πρώτο από μια σειρά "αθηναϊκά διηγήματα" :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Βουρ λοιπόν. Μας έβαλαν έκθεση στο σχολείο και ο καθένας ό, τι μπορεί γράφει. Για σκέψου και μια ομαδική έκδοση;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Χμμμμμ..... λες; Αν το υλικό που θα έχουμε το "σηκώνει" γιατί όχι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Επειδη η ζωή είναι στιγμές όμορφες θα ήταν πράγματι πολύ ωραίο δίπλα εγώ, ο Νίκος, Εσύ και όποιος άλλος θέλει, σε ένα τραπέζι παρουσίασης με βιβλίο που θα έχουμε όλοι κάτι γράψει. Θα το σκεφτώ. Ίσως η ενέργεια όλων με ξεβαλτώσει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Μια χαρά ακούγεται η ιδέα. Κι εγώ πολύ ευχαρίστως να ασχοληθώ ξανά με το διήγημα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή